- παραγκώμι
- τοπαρατσούκλι, παρανόμι, παράνομα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παραγκώμι — το παρατσούκλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από συμφυρμό τών λ. παρ ωνύμιο «παρατσούκλι» + εγκώμιο, κατ ευφημισμόν] … Dictionary of Greek
αναγόρευμα — το [αναγορεύω] χλευαστική προσωνυμία, βρισιά, παρατσούκλι «δεν υπήρχε παραγκώμι και αναγόρευμα, το οποίον να μη τού έρριπτον κατάμουτρα» (Παπαδιαμ. Α. 240) … Dictionary of Greek
παρανόμι — το ιού, παρατσούκλι, παραγκώμι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρατσούκλι — το ιού, πειραχτικό ονομάτισμα, παρανόμι, παραγκώμι: Δημητρό τόνε λένε, μα το παρατσούκλι του είναι Αμπελουργός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)